top of page

Ιορδάνης

Το αίμα εξατμίζεται απ’τις φλέβες μου
σαν δροσερό νερό κάτω απ’τον καλοκαιρινό ήλιο.
Αυτή τη φορά δε με πήρες μαζί.
Θα ξαναπροσπαθήσω.


Όπως στον κορμό του δένδρου
τα δαχτυλίδια
σημαίνουν το χρόνο
που γέρασε
την αγάπη
που έσβησε                     
τον άνθρωπο
που έφυγε
χαράζω τις γραμμές στο χαρτί
με τα δεύτερα μιας αναπνοής
στον παλμό της ραγισμένης καρδιάς μου
το αίμα κυλάει στις φλέβες
μου δίνει ακόμη ζωή
όπως μπορεί
περνάει
από χαραγματιά σε χαραγματιά
μ’έναν ρυθμό που δε συγχρονίζεται
με την αναπνοή
του κόσμου
χάνομαι
κοντά στ’απομεινάρια
μιας δροσοσταλίδας
κάθε μεσημέρι
στέκω διάφανος
σαν σταγόνες από νερό
που κυλάνε προς το βούρκο
ε ί μ α ι  
ένα δωμάτιο με τοίχους από υφάσματα     
κουρελιασμένα
ίσα να πνίγουν τους ήχους
δεν ξεφεύγει τίποτα

με λένε
Ιορδάνη  
τουλάχιστον αυτό θυμάμαι
τίποτα άλλο δε θυμάμαι
είμαι μόνος
τους πήρες όλους κοντά σου
— μου είπαν —
αλλά εύχομαι να μην είναι αλήθεια
γιατί νιώθω πως ό,τι είναι από σένα
σάρκα κι οστά κι ομοίωση
τον βρίσκει συμφορά
κανέναν να μην έχεις
να είναι πια ελεύθεροι στην κόλαση
με τους άλλους προδομένους σου μαζί
με το σκοτωμένο σου γιο μαζί

— τι κούραση…—

όταν
βαθαίνει
βαραίνει
το σώμα
το ίδιο μου το στήθος πλακώνει
σωπαίνει
ο βρυχηθμός της καρδιάς μου
οξυγόνο δεν περνάει
αδειάζει ο σφυγμός μου
ζαλίζομαι

κάθε βράδυ παρακαλώ το θάνατο να ‘ρθει
να σπάσει τη σιωπή
με τους μεταλλικούς ήχους του δοξαριού του
σαν το πριόνι που κόβει το δέντρο
σιγά-σιγά
η τομή
βαθαίνει
στην κόψη της αυγής
βαραίνει
το σώμα
σαν κορμός
σκάει με παφλασμό στη σκόνη του εδάφους
μ’αναστεναγμό που σκίζει τις φυλλωσιές
και ξεσηκώνει τα στοιχειωμένα όνειρα του δάσους

μα για σένα
όλα ίδια είναι

ζητάς προσοχή
ταπεινή προσευχή
δε ρωτάς αν μπορεί
η ψυχή
που καίγεται
η ψυχή
που φλέγεται
να σταθεί
ενώπιον εκείνου που έχει πει
πως όλα τα μπορεί
μόνο για μένα
δε μπορεί
ενός λεπτού σιγή
ένα για τον καθένα
— είναι πολλοί —
καμιά πληγή
δεν κλείνει
καμιά προσευχή

κάθε γραμμή
ο χρόνος
μια χαρακιά σε ξύλινο πίνακα
κάνει θόρυβο μα δεν περνάει
κι ούτε κάτι περνάει μαζί με το χρόνο
κενές οι ώρες
οι μέρες ίδιες
κενές
τα πρόσωπά σας στη μνήμη που σβήνει
με τα μάτια σφιγμένα
κλειστά
ψάχνω να δω στα σκοτάδια
κάτι να φέγγει ακόμη
να φαίνονται
οι γραμμές στο χαρτί
οι ώρες
περνούν
οι μέρες
περνάει μια ολόκληρη ζωή
δίχως ο χρόνος να περνάει
και τίποτα να μην περνάει μαζί με το χρόνο

είμαι ο Ιορδάνης ξυλουργός
σαν το γιο και τον πατέρα του γιου

ειρωνεία
ένα παιδί
να φτιάχνει μόνο το σταυρό
που θα κρεμαστεί

από δέντρο σχοινί
κι από ξύλο σταυρός
και φέρετρο
βαθιά στη γη
μέσα στα βράχια να θαφτεί
η θεία οργή σου
μέσα στις τόσες φωνές
ποτέ δεν άκουσα τη δική σου
μόνο τους άλλους που μιλούν για
σωφροσύνη
διατάζουν
καλοσύνη
την ειρήνη
στους τρελούς
που γίναν από τη σιωπή
   
μα για κείνους που λυσσάνε
τίποτα δεν έχεις πει

σ τ α ύ ρ ω σ η

στο κεφάλι μου οι φωνές
ουρλιάζουν
κομματιάζουν κάθε σκέψη καθημερινή
αληθινή
τρομαχτική σιωπή

κραυγή
σκορπισμένη στους τέσσερις ανέμους της γης
μπροστά η ζωή
πίσω η μνήμη
προς τα κει η Σμύρνη
κι απ’την άλλη το χάος
έρχεται

κανείς δε μπορεί να γλιτώσει από την άβυσσο

τα ματωμένα μαλλιά τα κολλημένα στο πάτωμα
δίχως παράπτωμα
αμαρτία καμιά

ξεραμένα φύλλα κόκκινα
του φθινοπώρου
τα χτυπήματα
το χώμα ξύπνησαν
τους δικούς μου νεκρούς
— να πάω λένε να μη μένω άλλο μόνος —
ένας χρόνος
κι άλλος χρόνος
έξι χρόνοι
πέρασαν αδειανοί
σα να μην έγιναν ποτέ οι στιγμές
μετά από κείνη τη στιγμή

κανείς δε μπορεί να γλιτώσει από την άβυσσο

η κόλαση
θαλπωρή μπροστά στη ζωή
κι ας ήταν γλυκό το κρασί που κάθε Κυριακή τα χείλη μου έβρεχε
σαν προσευχή
ευλαβική
πικρή
σιωπή

— α ν α π ν ο ή —

ριζωμένο θ’αφήσω το δέντρο στη γη
να ρουφάει τους χυμούς και τ’αρώματα
από όλα τα σώματα που κείτονται χάμω  

απ’αυτό θα κρεμαστώ
ανθρωποθυσία
στον θεό
του πολέμου
να πάψει το πυρ
όπως δίδαξες μέσα από το γιο σου να κάνω

σου παραδίνω το σώμα μου στάχτη
να λιπάνει τα πάτρια εδάφη της παιδικής αθωότητας

δεν είναι αυτοκτονία
ανθρωποθυσία
για σένα
να πεις στα επόμενα παιδιά σου

είμαι ο Ιορδάνης
ο Ιερός Ποταμός

έγινα χείμαρρος

την ψυχή μου παρέσυρα
στην πηγή του Αχέροντα

δίχως οβολό περνώ
την πύλη προς τον Άδη

βήμα το βήμα προς την κόλαση
να φτάσω
κοντά σου
στη φωτιά
μέσα απ’τη φωτιά
θα περάσω
ν’ανοίξουμε τα κρυμμένα μας χαρτιά
και να λογαριάσουμε
ποιανού είναι η κόλαση
δικιά μου ή δικιά σου

το σώμα μου
να κάψω από μέσα
με φωτιά που φουσκώνει ο δαίμονας
τα φτερά μου να κόψω να μην πετάξω ξανά
έκπτωτος άγγελος
που κάηκε θρηνώντας το γιο σου

είμαι ο Ιορδάνης Ιούδας
σε προδίδω
και δίνω τα αργύρια
στους τριάντα
θλιμμένους
στους τριάντα
πεινασμένους
στους τριάντα
χιλιάδες
πεινασμένους
στους εκατομμύρια κολασμένους

για το Νικόλα
την Κατερίνα
που θα φύγουν μετά
κι εσένα που έφυγες κρεμασμένος
από ένα δέντρο μοναχικό κάποιας πλατείας
πνιγμένος
πριν να πνιγείς
ρώτησες όλους αυτούς που αναρωτιούνται
ποια
η διαφορά
να πνίγεται
ζωντανός
κανείς;

αφορισμένος θα φύγω σαν τους μεγάλους ποιητές
μαζί με κείνους θα βρεθώ
που έφυγαν μαζί
με την αναπνοή μου
πνίγομαι

δε βλέπω το λόγο να πνίγομαι ζωντανός

στο μικρό μου δωμάτιο της οδού Φωτήλα
που δε χωράν οι αναμνήσεις πια
σύννεφο
από πρόσωπα θαμπά
μια θηλιά
τον λαιμό
σφίγγει
με πνίγει
το σκοτάδι
η σιωπή
με πνίγει

θηλιά στον λαιμό
το πρωινό
με τα πρώτα πουλιά της μέρας μαζί
απ’το λήθαργο ξυπνάω της νύχτας

έρχομαι κει
στον τελευταίο προορισμό
τον καθημερινό
στην όμορφη γειτονιά σας
να καθαρθώ
με καθωσπρεπισμό
που σαν αγιασμό
σκορπάτε
στον αέρα

— ίπταμαι —

ξεριζώθηκα
τυχαία σώθηκα
τιμωρήθηκα τη γη μόνος να βαδίζω

κι εσείς
σαν ραγιάδες περασμένων αιώνων
κατοικείτε τα παλάτια
που χτίζουμε
μπήγοντας
στα χέρια μας χιλιάδες ακίδες
αγκάθια
απ’το στεφάνι του Χριστού
το αίμα απ’το μέτωπο
σκουπίζετε
με τις βελούδινες κουρτίνες σας
κρύβετε
την ανύπαρκτη ντροπή σας

στη Νέα Ερυθραία οι δρόμοι κόκκινοι
απ’το αίμα των αφελών πιστών

μαζεμένοι σε μια γωνιά
σκοτεινή
σκονισμένη
κοιτάμε
όλους εσάς που μας κοιτάτε
από παράθυρα πολυτελείας
γελάτε
καθώς πληρώνουμε το φόρο υποτελείας

με τίτλους στολίζετε τους πανάκριβους γιους σας
που κάθε Χριστούγεννα πωλούνται στο διάβολο
για μια καδένα χρυσή
μα εμένα λέτε τρελό

— τι απ’όσα λέω δεν είναι λογικό —

ουρλιάζουν οι φωνές στο κεφάλι μου
αναμνήσεις
καινούριες
λύπες παλιές

— τι απ’όσα λέω δεν είναι λογικό —

ένας ακόμη πρόσφυγας απ’το χαρτί έσβησε τ’όνομά του
μόνον αυτό θύμιζε κάποιαν αίσθηση ύπαρξης

απελπισία βαθιά
στα σωθικά
έχει πετρώσει
κάθε προσπάθεια
να κινήσω
το ένα πόδι
μετά τ’άλλο
να κάνω βήμα μπροστά
με βυθίζει βαρύ
πιο βαθιά
αργά  
στο λάκκο που μου σκάψατε

ένα ατέλειωτο σούρσιμο με το πρόσωπο στο χώμα
λασπωμένο χώμα
το κορμί
τη σάρκα σκίζει καυτή από πάνω καθώς περνά η Ιστορία

τα θρύψαλα της ψυχής
πού
να τα βρω
να ριζώσω τώρα
πού
να θαφτώ

είμαι ο Ιορδάνης Δημακόγλου

το γένος μου τελειώνει εδώ

σήμερα θ’ αφήσω μια τελευταία πνοή
μ’ένα σάλτο στο κενό

το σώμα μαζί
το χαρτί
κάψτε και το δέντρο
μαζί
ίσως μετά τη βροχή άλλη φωνή να μιλήσει
για τη δική μου
σβησμένη
φωνή
μια ψυχή
χάθηκε

κι ας μην ήσουν εκεί
υ π ή ρ ξ α  
εσύ.

Jordan

The blood is evaporating from my veins
like cool water under the summer sun.
This time you didn't take me with you.
I'll try again.


Like the trunk of a tree
the rings
mark the time
that has grown old
the love
that faded                     
the person
who departed
I trace lines on paper
with the seconds of a breath
on the beat of my broken heart
the blood flows through my veins
still gives me life
as it can
passing
from crack to crack
with a rhythm that's out of sync
with the breath
of the world
I'm vanishing
near the remains
of a dewdrop
every noon
I stand transparent
like drops of water
that roll down to the gutter
I am
a room with walls of tattered cloth     
barely drowning the sounds
nothing escapes

my name is
Jordan  
at least that's what I remember
I cannot remember anything else
I am alone
you took everyone close to you
- I was told -
but I hope it's not true
cause I feel that what's from you
flesh and blood and likeness
is met with disaster
have no one
so they can be free in hell
with the rest of your betrayed ones
with your murdered son

- what an exhaustion...-

when
it deepens
it weighs heavy
the body
pressing against my chest
silences
the roar of my heart
oxygen does not flow
my pulse is emptying
I'm dizzy

every night I beg for death to come
break the silence
with the metallic sounds of his bow
like the saw that cuts down the tree
slowly-slowly
the cut
deepens
on the crest of dawn
weighs down
the body
like a trunk
bursts with a splash into the dust of the ground
with a sigh that tears the foliage
and stirs the haunted dreams of the forest

but for you
everything is the same

you demand attention
humble prayer
you don't ask if she can
the soul
that is burning
the soul
that is aflame
to stand
before him who has said
that he is capable of anything
only for me
he is unable
a moment of silence
one for each
- there are many -
no wound
heals
any prayer

each line
time
a scratch on a wooden blackboard
makes noise but does not pass
and nothing passes along with time either
the hours are void
the days are the same
empty
your faces in the fading memory
with eyes tightly
shut
I seek to see in the darkness
something still glimmering
to be visible
the lines on the paper
the hours
pass by
the days
a whole life passes
 
without time passing
and nothing passing along with time either

I am Jordan the carpenter
like the son and the father of the son

what an irony
a child
to build alone the cross
to which he will be hung

from a tree, rope
and from wood, a cross
and a coffin
deep into the earth
into the rocks to burry
your divine wrath
amidst so many voices
I never heard yours
only the others who speak
of prudence
they command
goodness
peace
to the mad ones
who were made of silence
   
but for those who are raging
you have not spoken

crucifixion

the voices in my head
are screaming
shredding every mundane thought
real
terrifying silence

a scream
scattered to all four winds of the earth
life ahead
behind the memory
in this direction Smyrna
and on the other chaos
is coming

no one can escape the abyss

the bloody hair stuck on the floor
no wrongdoing
no sin

red, dry leaves
of autumn
the beating
the earth awakened
my own dead
- to go they say not to be alone any longer -
one year
and another year
six years
have passed empty
as if the moments never happened
since that moment

no one can escape the abyss

hell
is happiness in comparison to life
even though the wine was sweet that every Sunday my lips dampened
like a prayer
reverent
bitter
silence

- breath -

I'll leave the tree rooted in the earth
to absorb the juices and fragrances
of the bodies lying in the dirt
from this I will hang
a human sacrifice
to the god
of war
to cease fire
as you taught me through your son to do

I surrender my body in ashes to you
to fertilise the home soil of childhood innocence

it is not suicide
but sacrifice
for you
tell your future children

I am Jordan
the Sacred River

I have become a torrent

carried my soul away
to the source of the Acheron

without a bole I pass through
the gate to Hades

step by step towards hell
to reach
to your side
into the fire
through the fire
I shall cross
to reveal our secret cards
and settle accounts
whose is hell
mine or yours

my body
to burn from the inside
with a fire the demon swells
to cut off my wings and never fly again
a fallen angel
who was burned in mourning for your son

I am Jordan Judas
I betray thee
and I give the silver coins
to the thirty
mourners
to the thirty
starving
to the thirty
thousand
starving
to the millions of the damned

for Nicola
for Katerina
who will leave next
and you who left hanging
from a lonely tree of some square
suffocating
before you choked
you asked all those who wonder
what
the difference
of someone choking  alive?

I'll depart excommunicated like the greatest poets
with them I shall be found
who left
with my breath
I am choking

I see no reason to choke alive

inside my little room on Photila Street
where memories can no longer hold
a cloud
of dull faces
a noose
the neck
tightens
chokes me
the darkness
the silence
chokes me

a noose around my neck
is the morning
with the first birds of the day together
I wake from the night's slumber

I get there
to the last destination
like everyday
to your beautiful neighborhood
to cleanse myself
with decorum
that like holy water
you pour out
in the air

- I float -

I was uprooted
saved by chance
punished to wander the earth alone

and you
like the rajahs of centuries past
you inhabit the palaces
that we build
by sticking
in our hands thousands of splinters
thorns
from the crown of Christ
the blood from the forehead
you wipe
with your velvet curtains
you hide
your non-existent shame

in New Eritrea the streets are red
with the blood of naive believers

gathered in a corner
dark
dusty
we watch
all of you who are staring at us
through luxury windows
laughing
as we are paying the slavery tax

with honours you adorn your very expensive sons
who every Christmas are sold to the devil
for a golden leash
but you call me mad

- what of the things I say doesn't make sense? -

the voices in my head are screaming
memories
new
old sorrows

- what of the things I say doesn't make sense? -

another refugee has erased their name from paper
that was the only reminder of some sense of existence

deep despair
inside the gut
it's petrified
every effort
to move
one leg
then the other
step forward
sinks me heavily
deeper
slowly
in the ditch you dug for me

an endless crawl with the face in the dirt
muddy soil
the body
the flesh tears history as it passes scorching over it

the shards of the soul
where
to find
to grow roots now
where
to get buried

I am Jordan Dimakoglou

my lineage ends here

today I'll breathe my last breath
with a salute into the void

the body with
the paper
burn the tree
together
maybe after the rain another voice will speak
for mine
muted
voice
a soul
is lost

and though you may not have been there
I w a s
you.

Anchor 1
bottom of page